- όμβρα
- η умбра (краска)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όμβρα — η γαιώδες χρώμα που χρησιμοποιούνταν για υδροχρωματισμούς και για ελαιοχρώματα, αλλ. ομβρική γη («όμβρα Κύπρου») … Dictionary of Greek
ομβρικός — (I) ὀμβρικός, ή, όν (Α) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, βροχερός. (II) ή, ό (Α ὀμβρικός, ή, όν) [Όμβριος] 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Ομβρικοί και Όμβροι λαός τής Ιταλικής Χερσονήσου που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα… … Dictionary of Greek